Τις ημέρες του Δωδεκαημέρου τριγυρνούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους και έκαναν ό,τι σκανταλιά μπορούσε να φανταστεί ο νους του καθενός: πείραζαν και χτύπαγαν τους ανθρώπους τα βράδια, ανέβαιναν στις στέγες και έσπαγαν (με τα χοροπηδητά τους) τα κεραμίδια, καμιά φορά έμπαιναν μέσα από την καμινάδα και έτρωγαν όσα γλυκά δεν ήταν κρυμμένα και έκαναν κι ένα σωρό ζημιές.
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονται ήσυχα ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαημέρου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα κυκλοφορούσαν καλικάντζαροι. Αυτοί, έλεγαν, ήταν ξωτικά, αερικά. Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά, κοντά κοκαλιάρικα και κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου, που όλη την ώρα χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Όλο τον χρόνο βρίσκονταν κάτω απ’ τη γη και ζήλευαν τον απάνω κόσμο.
Οι άνθρωποι πίστευαν παλιά πως βαθειά κάτω απ’ το έδαφος υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο που στήριζε όλη τη γη. Γύρω απ’ αυτό το δέντρο ήταν μαζεμένοι οι καλικάντζαροι που όλο τον χρόνο το ροκάνιζαν προσπαθώντας να το κόψουν και να καταστρέψουν τον κόσμο. Όταν όμως έφτανε η ώρα να κοπεί (λίγο πριν τα Χριστούγεννα) ανέβαιναν στην επιφάνεια για να μην τους πλακώσει η γη καθώς θα γκρεμίζεται.
Οι άνθρωποι πίστευαν παλιά πως βαθειά κάτω απ’ το έδαφος υπήρχε ένα τεράστιο δέντρο που στήριζε όλη τη γη. Γύρω απ’ αυτό το δέντρο ήταν μαζεμένοι οι καλικάντζαροι που όλο τον χρόνο το ροκάνιζαν προσπαθώντας να το κόψουν και να καταστρέψουν τον κόσμο. Όταν όμως έφτανε η ώρα να κοπεί (λίγο πριν τα Χριστούγεννα) ανέβαιναν στην επιφάνεια για να μην τους πλακώσει η γη καθώς θα γκρεμίζεται.
Γι’ αυτό οι νοικοκυραίοι για να προστατευθούν, απ’ τη μια, δεν έβγαιναν έξω τα βράδια κι απ’ την άλλη, στα σπίτια μέσα άναβαν φωτιά στο τζάκι τους που δεν έσβηνε όλο το Δωδεκαήμερο για να κρατήσουν τους καλικάντζαρους μακριά. Για την κακιά στιγμή όμως που θα έμπαιναν, οι νοικοκυρές είχαν σ’ ένα σημείο που να φαίνεται ένα πιάτο με τηγανίτες να φάνε αυτές, να χορτάσουν και να μην μαγαρίσουν τα άλλα γλυκά.
Αυτά γίνονταν τις δώδεκα ημέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα.
Όταν τέλειωνε το Δωδεκαήμερο, την ημέρα των Φώτων, οι καλικάντζαροι έφευγαν τρέχοντας για τον κάτω κόσμο επειδή τους τρόμαζε ο αγιασμός που έριχνε ο παπάς.
Όταν τέλειωνε το Δωδεκαήμερο, την ημέρα των Φώτων, οι καλικάντζαροι έφευγαν τρέχοντας για τον κάτω κόσμο επειδή τους τρόμαζε ο αγιασμός που έριχνε ο παπάς.
Καθώς γυρνούσαν όμως στον κάτω κόσμο, το δέντρο που στήριζε τη γη στο μεταξύ είχε ξαναθρέψει τελείως. Έτσι ξεκινούσαν πάλι από την αρχή το ροκάνισμα μέχρι να ξανάρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα και να ξανανέβουν στη γη.
ΠΗΓΗ:http://12dim-athin.att.sch.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.